Dictionary of Greek. 2013.
λαυρίτης — ο (Μ λαυρήτης) (για μοναχό) αυτός που κατοικεί σε λαύρα, αναχωρητής, ερημίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαύρα «μοναστήρι»] … Dictionary of Greek